-
1 χαίτη
χαίτη, ἡ, langes, loses, fliegendes Haar; vom frei herabwallenden Haupthaare des Menschen, πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προϑελύμνους ἕλκετο χαίτας Il. 10, 15; χαίτας πεξαμένη 14, 175; ξανϑὴν ἀπεκείρατο χαίτην, τὴν τρέφε τηλεϑόωσαν 23, 141, was Zeichen der Trauer ist, wie τίλλοντο δὲ χαίτας Od. 10, 567; so auch Pind. Gl. 14, 24 I. 6, 39; Ζεὺς κατένευσέν οἱ χαίταις I. 1, 14, u. sonst, wie Tragg., Aesch. Ch. 178, Soph. Ai. 621, Eur.; – von Thieren, bes. Pferden, ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται, die Mähnen, Il. 6, 509. 15, 266; im sing. 17, 439. 19, 405; auch Xen. equit. 5, 5. 7; vom Löwen, λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός Eur. Phoen. 1128, wie Arist. part. anim. 2, 14, der λοφία als eigentlichen Ausdruck für die Mähnen des Rosses bemerkt; χαίτη λασιαύχην Ar. Ran. 821. – Auch das Haar der Bäume, das Laub, Anacr. 17, 13, Theocr. 6, 16. – Vom Helmbusch, Plut. Alex. 16.
-
2 κατανεύω
-
3 κατα-νεύω
κατα-νεύω (s. νεύω), zuwinken, um Etwas zu verheißen u. zuzusichern, bestätigen, wie bes. Zeus sein Versprechen durch Kopfnicken bestätigt; τῇ σ' ὀΐω κατανεῦσαι ἐτήτυμον Il. 1, 558, wie 524 εἰ δ' ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι, ὄφρα πεποίϑῃς; neben ὑπέστην 4, 267; c. accus., ὅτι μοι πρόφρων κατένευσε Κρονίων νίκην καὶ μέγα κῦδος 8, 175; mit dem inf., ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν Ἴλιον ἐκπέρσαντ' εὐτείχεον ἀπονέεσϑαι, daß ich zurückkehren solle, 2, 112; Ζεὺς κατένευσέ οἱ χαίταις Pind. N. 1, 14, vgl. 5, 34; Ar. Eccl. 72; in Prosa, κάρτα δὴ ἀέκων κατανεύει Her. 9, 111; κατένευσε u. κατανεύσομαι Plat. Euthyd. 277 c Rep. I, 350 e; κατανεύσας ἥξειν Pol. 22, 22, 5; κατένευεν αὐτῷ προϊέναι, er gab ihm ein Zeichen, vorzugehen, 39, 1, S; vgl. Od. 15, 463. – Sp. auch = nach unten kehren, hangen lassen, κεφαλήν, Poll. 1, 205, von müden Pferden. – P. Form καννεύσας für κατανεύσας, Od. 15, 464. – [Od. 9, 490 steht κατᾱνεύων.]
-
4 ἕ
1 ἕ; acc. pers. pron.: him, her, itκλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος· αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις λέλογχεν O. 9.14
τυφλὸν δ ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν codd.: ἐὰν Σγρ: “on peut garder l' ἑὰν des manuscrits,” Des Places, 25) N. 7.252 οἱ (οἷ cod. unus, Boeckh, οἱ cett. N. 1.61: οἷ coni. Boeckh, οἱ codd. P. 9.84: οἷ coni. Kayser, θεῷ codd. N. 10.31: οἱ ( ϝοι) always follows a vowel, long or short, save in two dubious examples, following a relative conjunction, O. 1.57, fr. 169, 51: οἱ is correptedοἱ οὐδὲ N. 3.39
,οἱ ἀντάυσε P. 4.197
: the reference of οἱ must always be deduced from sense alone, but cf. iii: οἱ does not follow prepositions.)a = αὐτῷ, αὐτᾷ. — [( ἄταν), ἅν οἱ πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (Hermann, v. d. Mühll, M. H., 1954, 52: τάν οἱ codd. contra metr.: ἅν τοι Fennel) O. 1.57] τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι λτ;οἱγτ; πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (Tricl.: οἱ προῆκαν codd.: to Tantalos) O. 1.65 τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (for Hagesias) O. 6.20 ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (to lamos) O. 6.65 ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα. δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (to Diagoras) O. 7.89 ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι (to Opous. “datif d'intérêt” Des Pl.) O. 9.67 δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (from Xenophon) O. 13.29κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.71
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (to Ixion: “datif d'intérêt.” Des Pl.) P. 2.42 “ ἐπί οἱ Κρονίων ἔκλαγξε βροντάν” (in answer for Euphamos) P. 4.23, cf. P. 4.197 ἦλθε δέ οἱ μάντευμα (to Pelias) P. 4.73 καί ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν (at Jason's bidding) P. 4.189 ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε (in answer to Jason's prayer) P. 4.197 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. καιρὸν Δαμόφιλος) θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (“οἱ se rapporte à καιρός — plutôt qu'à Damophile” Des Pl.) P. 4.287 ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν; (upon Cyrene) P. 9.36 “ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” (to Cyrene) P. 9.56 τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα (with Amphitryon: οἷ Boeckh, “sans doute parce que le pronom dépend ἀπὸ κοινοῦ de τέκε et surtout de μιγεῖσα” Des Pl.) P. 9.84 κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (to Persephone) N. 1.14 ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (to Sicily) N. 1.16 παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν” (for Amphitryon: “éthique” Des Pl.) N. 1.58ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39
φύτευέ οἱ θάνατον (for Peleus) N. 4.59 κατένευσέν τέ οἱ (to Peleus) N. 5.34, cf. N. 1.14 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (to Polydeukes) N. 10.79 τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel: οἱ τέκε codd.: to Herakles) I. 4.64, cf. P. 2.42 λάμβανέ οἱ στέφανον (for Pytheas: “datif d'intérêt” Des Pl.) I. 5.62 εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ( σύν adverbially) I. 6.12, cf. N. 4.59ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ πέμψεν θεὸς αἰετόν I. 6.49
ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8
Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν[ (for Perseus) Δ. 4. 37.b where οἱ has to some extent possessive significance.λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23
Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον (the family of Oidipous) O. 2.42σάφα δαεὶς ἅ τέ οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (Boeckh: τοι codd.) O. 10.87μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.37
διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91
κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας (join ἐπὶ with κρατί) P. 1.7οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63
“ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4. 37. “ αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.48αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος P. 4.264
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.109
εἶπε δ' ἐν μέσσοις (sc. Ἀνταῖος) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις ( ἀμφί adverbially) P. 9.120 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (“éthique-possessif” Des Pl.) N. 3.57 cf. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (where οἱ may refer to Homer or Odysseus) N. 7.22ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.40
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενὶ σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
c where οἱ in a subordinate clause refersa to the subject of the principal verb.ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
δεῖξεν ὥς τ' ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο, ὥς τέ οἱ αὐτὰ ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν O. 13.76
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ (sc. τὸν Ἰάσονα) κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Αἰήτας. but v. πράσσω) P. 4.243II to some other person. πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ, υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε χαίταν (“οἱ intellege πατρί,” Schroeder) O. 14.22 cf. P. 9.120d fragg. ]το οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10
]άδις, οὕς οἱ[ (Π: οὔ σ' οἱ vix hic aptum, nott. Snell) fr. 169. 51.e dub. [ τί οἱ codd.: τῷ Mingarelli N. 10.15]3 ἱν (= ϝιν, on analogy of τίν, cf. Hes., fr. 245 M-W.) “ οὐδ' ἀπίθησέ ἱν” (coni. Hermann: νιν codd., Σ: “parmi les solutions —, il en est une —: c'est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d'un datif” Des Pl.) P. 4.36 [ἱν coni. Hermann: νιν codd. N. 1.66] [ εἰ γάρ σύ ἱν (coni. Maas: cf. Schadewaldt, 322̆{1}: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) N. 7.98] -
5 χαίτα
1 hairχαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6
νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.24
κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) N. 1.14 ( στέφανοι)τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας I. 1.29
ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων I. 7.39
χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий